ὑπερτερήσει

ὑπερτερήσει
ὑπερτερέω
surpass
aor subj act 3rd sg (epic)
ὑπερτερέω
surpass
fut ind mid 2nd sg
ὑπερτερέω
surpass
fut ind act 3rd sg
ὑ̱περτερήσει , ὑπερτερέω
surpass
futperf ind mp 2nd sg
ὑ̱περτερήσει , ὑπερτερέω
surpass
futperf ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φιλότιμος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που έχει ζωηρή τη συναίσθηση της προσωπικής του τιμής και αξιοπρέπειας, εύθικτος, αξιοπρεπής: Δε δέχεται προσβολές, είναι φιλότιμος. 2. αυτός που καταβάλλει ευσυνείδητες προσπάθειες να αναταποκριθεί στα καθήκοντά του ή να… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”